ορθαγορίσκος

ορθαγορίσκος
ο (Α ὀρθαγορίσκος)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο
αρχ.
1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου τής Σικυώνας Ορθαγόρα (< ορθός) με σκωπτικό, ειρωνικό υπαινιγμό γι' αυτόν (για ανάλογες σκωπτικές χρήσεις τού ίδιου ον. βλ. λ. Ορθαγόρας). Η σημ. τής λ. «χοιρίδιο που θηλάζει», εξάλλου, επιτρέπει τη σύνδεσή της με το επίθ. ορθός, αναφορικά προς τις οξείες κραυγές τού νεογέννητου ζώου (πρβλ. όρθιος «οξύς, υψηλός ως προς τον τόνο»). Η σύνδεση αυτή με το επίθ. ὀρθός (< *Fορθός) ενισχύεται και από τη γλώσσα τού Ησύχ. βορθαγορίσκια
χοίρεια κρέα, και μικροὶ χοῖροι βορθαγορίσκοι, όπου φαίνεται η ύπαρξη -F- στη λ. ὀρθαγορίσκος. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, μάλλον παρετυμολογική, η λ. ὀρθαγορίσκος έχει προέλθει με ανομοιωτική αποβολή τού -ρ- από αρχικό τ. ὀρθραγορίσκος < ὄρθρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθαγορίσκος — sucking pig masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθαγορίσκοι — ὀρθαγορίσκος sucking pig masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθαγορίσκους — ὀρθαγορίσκος sucking pig masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… …   Dictionary of Greek

  • φεγγαρόψαρο — Ψάρι της οικογένειας των Μολιδών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ορθαγορίσκος. Ζει σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, έχει μήκος περίπου 2 μ. και ζυγίζει γύρω στα 100 κιλά. Το σχήμα του είναι ιδιόμορφο και δεν μοιάζει με κανένα άλλο είδος… …   Dictionary of Greek

  • μολίδες — (molidae). Οικογένεια ψαριών. Κυριότερος εκπρόσωπος της οικογένειας είναι το γένος μόλα ή ορθαγορίσκος. Το είδος αυτό, που είναι περισσότερο γνωστό ως φεγγαρόψαρο και ηλιόψαρο είναι η μύλη των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για μεγάλο ψάρι των θερμών …   Dictionary of Greek

  • u̯erdh-, u̯redh- —     u̯erdh , u̯redh     English meaning: to grow; high     Deutsche Übersetzung: “wachsen, steigen; hoch”     Material: O.Ind. várdhati, várdhatē, vr̥dháti “wächst, mehrt sich”, várdha m. “das Fördern”, vardháyati “makes grow”, vr̥ddhá “ grown,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”